- πλέξεις
- πλέξιςplaitingfem nom/voc pl (attic epic)πλέξιςplaitingfem nom/acc pl (attic)πλέκωplaitaor subj act 2nd sg (epic)πλέκωplaitfut ind act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χήλευσις — ηλεύσεως, ἡ, Α [χηλεύω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού χηλεύω, πλέξη, πλέξιμο, ιδίως διχτιών 2. (κατά τον Ησύχ.) «χηλεύσεις πλέξεις» … Dictionary of Greek
Μουσείο Κρητικής Εθνολογίας — Το μουσείο, που βρίσκεται στους Βώρους Ηρακλείου, ιδρύθηκε το 1973 από τον Πολιτιστικό Σύλλογο Μεσσαράς και λειτουργεί από το 1988. Το 1992 έλαβε ειδική διάκριση από το Συμβούλιο της Ευρώπης. Το μεγαλύτερο μέρος της συλλογής του μουσείου, μίας… … Dictionary of Greek